-
1 πρακτικη
ἡ (sc. ἐπιστήμη) практическое знание, умение Plat. -
2 πρακτική
-
3 πρακτικῇ
-
4 Πρακτική θεολογία
Πρακτική θεολογία ηПрактическое богословие – богословская наука, содержащая Катехизис, Литургику, Пастырское руководство и Каноническое церковное правоΗ εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > Πρακτική θεολογία
-
5 πρακτική
η практика -
6 πρακτική
πρακτικόςfit for: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
7 πρακτική
[практики] ουσ. Θ. практика.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > πρακτική
-
8 πρακτική
[практики] ουσ θ практика. -
9 πρακτική
pratique -
10 πρακτική
1) praktyka (f) rzecz.2) wprawa (f) rzecz. -
11 πρακτική
1) cvik2) praktický3) praxe4) zkušenost5) zvyk -
12 πρακτική
practiceΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > πρακτική
-
13 pratique
πρακτική -
14 cvik
πρακτική -
15 практика
практика ж 1) η πρακτική, η πράξη· на \практикае στην πράξη· применить на \практикае εφαρμόζω στην πράξη 2) (опыт ) η πείρα- η πρακτική εξάσκηση (стажировка)* * *ж1) η πρακτική, η πράξηна пра́ктике — στην πράξη
примени́ть на пра́ктике — εφαρμόζω στην πράξη
2) ( опыт) η πείρα; η πρακτική εξάσκηση ( стажировка) -
16 практика
-и θ.1. (φιλοσ.) η πρακτική, η πραγματικότητα η ζωή η ύπαρξη.2. εφαρμογή στην πράξη, πρακτική, πράξη.3. εξάσκηση•частная практика ατομική πρακτική εξάσκηση•
педагогическая практика παιδαγωγικές πρακτικές ασκήσεις•
заниматься медицинской практикой εργάζομαι γιατρός•
сочетать теорию с -ой συνδυάζω τη θεωρία με την πράξη.
|| πελατεία πείρα•врач с большой -ой γιατρός με μεγάλη πελατεία•
врач с многолетней -ой γιατρός με πολυετή πείρα.
-
17 практический
επ.πρακτικός•-ое применение знаний πρακτική εφαρμογή των γνώσεων•
-ое значение πρακτική σημασία•
-ая школа πρακτική σχολή•
практический ум πρακτικό μυαλό..
-
18 практика
1. (деятельность) η πρακτική, η εξάσκησηприменение на - е научно-технических достижений εφαρμογή στην - των επιτευγμάτων της επιστήμης και της τεχνολογίαςторговая -, εμπορική -2. (обучение) η εκπαίδευση, η εξάσκηση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > практика
-
19 практнка
пра́ктнк||аж в разн. знач. ἡ πρακτική, ἡ πράξη/ ἡ πρακτική ἐξάσκηση (практические занятия):заниматься медицинской \практнкаой ἐξασκώ τήν ίατρικήν убедиться на \практнкае πείθομαι στήν πράξη, πείθομαι πρακτικά. -
20 πρακτικός
η, ό[ν]1) практический;πρακτικά μαθήματα — практические занятия;
πρακτική πείρα — практические навыки;
βρίσκω πρακτική εφαρμογή — находить практическое применение;
2) удобный, практичный;3) деловой, деловитый; практичный (о человеке);πρακτικό πνεύμα — деловитость;
4) не дипломированный, не имеющий специальной подготовки;πρακτικός γιατρός — врач-практик; — лекарь-самоучка;
§ πρακτικό λύκειο — реальное училище
См. также в других словарях:
πρακτικῇ — πρακτικός fit for fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρακτική — πρακτικός fit for fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξορκισμός — Πρακτική εξαγνισμού για την εξουδετέρωση των μιασμάτων (που στις διάφορες θρησκείες συνδέονται με την έννοια της ακαθαρσίας) και των κακοποιών επιδράσεων πνευμάτων, νεκρών, μάγων κλπ. Ο ε. ήταν πολύ διαδεδομένος κατά την αρχαιότητα και… … Dictionary of Greek
εγκλιματισμός — Πρακτική διαδικασία με την οποία επιδιώκεται η εισαγωγή και η καλλιέργεια φυτών με οικονομικό ενδιαφέρον σε περιοχές όπου δεν είναι αυτοφυή, εξαιτίας του κλίματος, του υψομέτρου ή του εδάφους. Ο ε. έχει περισσότερη αξία όσο μεγαλύτερο οικονομικό… … Dictionary of Greek
πρακτικός — ἡ, ὁ / πρακτικός, ἡ, όν, ΝΜΑ, και πραχτικός Ν [πρακτός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πράξη, στην πείρα, εμπειρικός (α. «πρακτική αριθμητική» β. «πρακτικές γνώσεις» γ. «πρακτική λύση» δ. «πρακτικός βίος» ενεργητικός βίος, Αριστοτ. ε.… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ταφικά έθιμα αρχαιότητας — ΤΑΦΗ ΚΑΙ ΤΑΦΙΚΑ ΕΘΙΜΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Στοιχεία για τις ταφικές συνήθειες και πρακτικές του ανθρώπου υπάρχουν ήδη από την Παλαιολιθική εποχή, για τον άνθρωπο του Νεάντερταλ, σε σπήλαια της Ευρώπης και της Ασίας. Οι νεκροί ενταφιάζονταν σε διάφορες … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
ЕВАГРИЙ ПОНТИЙСКИЙ — [греч. Εὐάϒριος ὁ Ποντικός] (ок. 345, г. Ивора Понтийская (совр. Сев. Турция) ок. 399, пустыня Келлии (Египет)), монах, аскетический писатель, богослов. Жизнь Источники Помимо скудных автобиографических данных, содержащихся в сочинениях Е. П.,… … Православная энциклопедия
μηχανή — I Με γενική έννοια μ. είναι κάθε διάταξη κατάλληλη να εκμεταλλεύεται μια ορισμένη μορφή ενέργειας για να επιτελέσει ένα έργο ή για να τη μετατρέψει σε μια άλλη μορφή ενέργειας. Οι μ. που συνήθως ονομάζονται απλές (μοχλός, σκοινί, κεκλιμένο… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek